Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Παραλλαγές ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ: Ο ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ ΤΖ' Η ΜΑΡΟΥ∆ΚΙΑ

Κάτω στους πέντε ποταµούς, κάτω στις πέντε βρύσες,
κάτω στις άκρες των ακρών εκεί που τελειώνει ο κόσµος,
κάτω στις άκρες των ακρών στη µέση του Μόου,
έκτιζαν γεφύρι και είπαν πως είναι του φόβου.
Γιοφύρι είναι που χτίζανε µε δώδεκα καµάρες
και όλη µέρα το έχτιζαν, τη νύχτα πάλι χαλούσε.
Και το Στοιχειό του ποταµού από κάτω κελαηδούσε :
- Α! Βαλιαντή πρωτοµάστορα και µάστορα στους µαστόρους,
από τη γενιά σου αν δε βάλεις γιοφύρι δε στέκει.
Στέκεται διερωτάται και εκείνος ποιον να βάλει.
- Άντε να πω τη µάνα µου, άλλη πια µάνα πού’ναι;
Άντε να πω τον πατέρα µου, άλλο πια πατέρα πού’ναι;
Και αν βάλω από τα αδέλφια µου, αδέλφια δε βρίσκω.
Χαπάρια και µηνύµατα πηγαίνει στη Μαρουδκιά.
- Έλα να πάε Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Κακό στο νου της δεν έβαλε, καλό στο νου της βάζει
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι,
χρυσή κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει.
Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το καηµό του
-Τι µε θέλεις, µάστορα µου, και µου µήνυσες και ήρθα;
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε σε θέλω.
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται πίσω της.
 -Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
-Τώρα ήµουν στου Βαλιαντή και µου είπε πως δε µε θέλει.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα µαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα αποχαιρέτισε.
-Σε κοιµίζω, µωρό µ ου, και άλλη θα σε ξυπνήσει,
σε ζυµώνω ζυµάρι µ ου και άλλη θα σε κόψει.
Έχετε γεια σπίτια ου και στρώµα όπου κοιµόµουν,
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα.
Έπιασε τη µαύρη ρόκα και το µαύρο ροδάνι,
µαύρη κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο κλάµα.
-Α! σιταρένιο µου ψωµί, σιµιγδαλένια πίτα,
τι µε θέλεις, Βαλιαντή, και ου µήνυσές και ήρθα;
Πάντα έστελνες και µε έφερναν και λουζόσουνα το γέλιο,
τώρα έστειλες και µε έφεραν και λούστηκες το κλάµα.
-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καµάρα που είναι στο
µέσον η αρραβώνα µου έπεσε και ποιος θα µου την εύρει;
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την εύρω.
Φέρε καρέκλα που να αρµόζει, φέρε χρυσό ψαλίδι, κόψε
τα µαλλιά µου που είναι εξήντα πιθαµές
και κάµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση δέσε µε κατέβασέ µε ως κάτω.
Φέρνει καρέκλα που να αρµόζει, φέρνει χρυσό ψαλίδι,
και έκοψε τα µαλλιά της που είναι εξήντα πιθαµές
έκαµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω.
Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από ’δω, τίποτα δε βρίσκει,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να τη
ρουφήσουν.
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να µε
ρουφήσουν. -Και ξανακάνε το γύρο, µακάρι να πετύχεις να τη βρεις.
Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή και το µωρό µου κλαίει
και τα βυζιά τα µυροδόχα είναι φουσκωένα από το γάλα.
-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω.
Ανάθε µ α τη µ άνα της και την καρδιά που είχε,
ανάθεα τη άνα της την πικρογαλατούσα.
Τρεις κόρες που τις έκαµε, τρία γεφύρια έχτισαν,
η µια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου